- καλύβας
- καλύβᾱς , καλύβηhutfem acc plκαλύβᾱς , καλύβηhutfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καλύβας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γιάννης. Καταγόταν από τη Λιβαδειά. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. 2. Κώστας. Αδελφός του προηγούμενου. Στον Αγώνα ακολούθησε τον Αθανάσιο Διάκο. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες και… … Dictionary of Greek
Καλύβας — Καλύβᾱς , Καλύβη hut fem acc pl Καλύβᾱς , Καλύβη hut fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλύβας, Γεώργιος — (μέσα 15ου αι. – αρχές 16ου αι.). Λόγιος από την Κρήτη. Αφού έμεινε για αρκετό διάστημα στη Ρόδο μέχρι την κατάληψή της από τους Τούρκους (1522), επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου διετέλεσε ιερέας, δάσκαλος και καλλιγράφος. Είναι σίγουρο ότι… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
ανθυποφορά — Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι… … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
COHORS — περίβολος est, quâ plurima aedificia continentur. Varro, Cohors, quod, ut in villa ex pluribus tectis coniungitur ac quiddam fit unum, sic haec ex manipulis copulatur Cohors. Unde et cohortem pro villa dixêre. Addit, a coercendo dictam. Sed… … Hofmann J. Lexicon universale
HYPSURANIUS — Tyri conditor, iuxta Sanchuniathonem, apud Euseb. Praep. Euang. l. 1. ubi eum tradit οἰκῆσαι Τύρον, καλύβας τε ἐπινοῆσαι ἀπὸ καλάμων καὶ θρύων καὶ παπύρων, habitasse Tyri, et fabricasse casas ex calamis, iuncis et papyris. A quo Sacerdotes Tyrii… … Hofmann J. Lexicon universale
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek